Παιχνίδια εξουσίας - πολιτικές πιέσεις, για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό
Του Γ.
Αγγέλη
"Η
αποτυχία να συμφωνήσουμε στην ελάφρυνση (του χρέους) για την Ελλάδα, όχι μόνο
θα κάνει την επιστροφή της χώρας στις αγορές πολύ "τραχιά”, αλλά επίσης θα
μπορούσε να υπονομεύσει την αξιοπιστία της (σ.σ. ικανότητα) παροχής
χρηματοοικονομικής βοήθειας στις ευρωπαϊκές χώρες...”.
Η αποτύπωση της ανησυχίας για την έκβαση των διαπραγματεύσεων
για το ελληνικό χρέος στις σχετικές δηλώσεις του Π. Γκραμένια, ΥΠΟΙΚ του
Λουξεμβούργου, στο CNBC, καταγράφουν σύμφωνα με στελέχη της Κομισιόν την
εύθραυστη κατάσταση που βρίσκονται οι σχετικές συζητήσεις.
Η γενική
εκτίμηση από πλευράς ESM είναι ότι το ΔΝΤ έχει κάνει τις υποχωρήσεις – είχε γράψει
σχετικά το Capital.gr μετά την εαρινή Σύνοδο του ΔΝΤ – που θα μπορούσε να
κάνει, αλλά η συζήτηση έχει μπλοκάρει στις εσωτερικές πολιτικές δύσκολες
ισορροπίες της Ευρωζώνης.
Κατά κύριο
λόγο στα προβλήματα της νέας κυβέρνησης στο Βερολίνο και τις πιέσεις που
δέχεται ενόψει εκλογών στην Βαυαρία από την αντιπολίτευση.
Σύμφωνα με
την εκτίμηση αυτή – την οποία υιοθετούν διπλωματικοί κύκλοι στις Βρυξέλλες – η
ένταση θα αυξάνεται αλλά "δεν θα υπάρξει λύση σύντομα” παρά το γεγονός ότι
"δεν υπάρχει χρόνος” για να κλείσει ομαλά η σχετική διαδικασία.
Χαρακτηριστικό
είναι ότι αρμόδιος με το θέμα παράγοντας που έχει εμπλακεί άμεσα και έμμεσα
στις σχετικές συζητήσεις για το χρέος και στον οποίο απευθύνθηκε το Capital.gr,
δηλώνει τη βεβαιότητα του ότι "η λύση θα υπάρξει στο... και 5΄ και όχι στο
πάρα 5'...” της συζήτησης αυτής.
Αυτό βέβαια
όπως επισημαίνει μπορεί να οδηγήσει σε ατυχήματα της τελευταίας στιγμής που
κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το εύρος των συνεπειών τους.
Σε κάθε
περίπτωση η στάση του ΔΝΤ που είναι ο ένας πόλος της διελκυστίνδας αυτής, έχει
βάλει στο τραπέζι τα περιθώρια των δικών του "υποχωρήσεων”.
Όπως τις
έχει παρουσιάσει το Capital.gr αυτές είναι η απόσυρση της απαίτησης για την
κατά 10 δισ. ευρώ κεφαλαιακή ενίσχυση των ελληνικών τραπεζών, η "σχεδόν”
αποδοχή των στόχων της Ευρωζώνης για ανάπτυξη – πρωτογενή πλεονάσματα και η
μείωση του μεσοσταθμικού επιτοκίου μακροπρόθεσμα που αφορά στην πρόβλεψη
εξυπηρέτησης του χρέους. Οι παραχωρήσεις αυτές επιβεβαιώνουν τη διαφαινόμενη
πρόθεση του ΔΝΤ να παραμείνει στην υπόθεση του ελληνικού χρέους και μετά την
20η Αυγούστου, πέραν της συμβολικής συμμετοχής στο υπόλοιπο του τρέχοντος
προγράμματος.
Όλα αυτά θα
έπρεπε να κάνουν δυνατή μία σχετικά εύκολη προσέγγιση με τον άλλο πόλο της
διελκυστίνδας. Κάτι που όμως δεν συμβαίνει. Και αυτό γιατί το ΔΝΤ παραμένει
ανυποχώρητο στην απαίτησή του για τον "αυτοματισμό” της αναλογικής
σύνδεσης της εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους με την πορεία της οικονομίας της
χώρας.
Επισήμως το
Βερολίνο θεωρεί ότι αυτός ο
"αυτοματισμός” απαλλάσσει την εκάστοτε κυβέρνηση από τη δέσμευσή της να
εφαρμόζει τα όσα έχουν συμφωνηθεί στο τρίτο πρόγραμμα και μετά την 20η
Αυγούστου. Και δεν τον δέχεται, αν δεν συνοδεύεται από ένα μηχανισμό ελέγχου, η
ύπαρξη του οποίου όμως σύμφωνα με το ΔΝΤ θα ακύρωνε την λογική του αυτοματισμού
στην αντίληψη των αγορών και έτσι θα υπονόμευε την αξιοπιστία της βιωσιμότητας
του χρέους.
Η αλήθεια
είναι ότι η κυβέρνηση στο Βερολίνο και ο διάδοχος του κ. Σόιμπλε, ο
σοσιαλδημοκράτης κ. Όλαφ Σόλτς, τελούν υπό την προεκλογική (εκλογές στη Βαυαρία
τον Οκτώβριο) ασφυκτική πίεση των Φιλελευθέρων και του AfD όσο αφορά την
προώθηση απαιτήσεων που θα διασφαλίζουν τη διατήρηση των μνημονιακών δεσμεύσεων
της Ελλάδας.
Ο κ. Σόλτς
θεωρεί ότι χρειάζεται χρόνο για να διαμεσολαβηθεί αυτή η προσέγγιση με το ΔΝΤ
στο γερμανικό κοινοβούλιο και στο εκλογικό κοινό του CSU στην Βαυαρία. Και ο
χρόνος αυτός δεν φαίνεται να υπάρχει καθώς μέχρι τις 21 Ιουνίου θα πρέπει να
έχει καθοριστεί το πλαίσιο συμφωνίας με το ΔΝΤ για το χρέος.
Αυτός ο
γόρδιος δεσμός δεν φαίνεται εύκολο να λυθεί έγκαιρα.
Και επιπλέον
ορισμένες συνιστώσες των ευρωπαϊκών Θεσμών θεωρούν ότι η αδυναμία αυτή είναι
μία ευκαιρία για να απαλλαγεί η Ευρωζώνη από την παρουσία του ΔΝΤ μία και
καλή... Και η παρέμβασή τους στις διαδικασίες δεν διευκολύνει την προσέγγιση
ΔΝΤ – Βερολίνου. Το αντίθετο μάλιστα, καλλιεργούνται προϋποθέσεις για να
υπάρξει "ρήξη” η οποία όμως δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί να διασφαλισθεί
ότι θα γίνει με ομαλό τρόπο.
Σ' αυτό το
περιβάλλον η αμηχανία της ελληνικής κυβέρνησης είναι περισσότερο από φανερή.
Και αυτό
γιατί ο συνολικός προσανατολισμός της κυβέρνησης ανάμεσα στις δύο πλευρές του
Ατλαντικού, δεν είναι βέβαιο ότι είναι ξεκάθαρος και ομόφωνος στο εσωτερικό του
κυβερνητικού επιτελείου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου